-
1 ἁπλοΐς
A simple, single,ἁπλοΐδες χλαῖναι Il.24.230
, Od.24.276: as Subst., single garment, = ἁπληγίς, AP5.293 (Agath.).
См. также в других словарях:
απλοΐς — ἀπλοΐς ( ίδος), η (Α) [απλούς] 1. αυτή που δεν διπλώνει, μονή («ἀπλοΐδες χλαῑναι», Όμ.) 2. ως ουσ. μικρό, μονό ιμάτιο … Dictionary of Greek